- καταγλυφή
- καταγλυφή, ἡ (Α) [καταγλύφω]εγχάραξη («ἔχειν δὲ... τὸ ξύλον καὶ καταγλυφὴν χρὴ βαθυτέρην καὶ τετράγωνον ὡς τριῶν δακτύλων», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταγλυφῇ — καταγλυφή incision fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγλυφήν — καταγλυφή incision fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)